Τι είναι η πλεονάζουσα ρευστότητα;
28 Δεκεμβρίου 2017 (Τελευταία ενημέρωση: 31 Οκτωβρίου 2023)
Ορισμένα εργαλεία νομισματικής πολιτικής διοχετεύουν χρήμα στο τραπεζικό σύστημα. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να διαθέτουν περισσότερο χρήμα από ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο. Αυτό το χρήμα ονομάζεται «πλεονάζουσα ρευστότητα». Ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά τι σημαίνει και από πού προέρχεται η πλεονάζουσα ρευστότητα.
Πρώτον, τι είναι η ρευστότητα και από πού προέρχεται;
Ως «ρευστότητα» νοούνται τα χρήματα που διακρατούν οι εμπορικές τράπεζες. Οι τράπεζες διακρατούν ορισμένο μέρος της ρευστότητάς τους με τη μορφή μετρητών στα θησαυροφυλάκιά τους, όμως τηρούν το μεγαλύτερο μέρος της σε λογαριασμούς στην κεντρική τράπεζα. Αυτά τα ευχερώς ρευστοποιήσιμα κεφάλαια που διακρατούν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική τράπεζα αποκαλούνται συχνά «αποθεματικό κεντρικής τράπεζας».
Μια κεντρική τράπεζα παρέχει ρευστότητα κυρίως μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής που διενεργεί. Στην ΕΚΤ αυτές είναι οι πράξεις αναχρηματοδότησης και οι αγορές στοιχείων ενεργητικού.
Για ποιο σκοπό χρησιμοποιείται η ρευστότητα;
Οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτήν τη ρευστότητα για να εκπληρώνουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους, όπως πληρωμές και αναλήψεις χρημάτων από πελάτες. Επίσης, τη χρησιμοποιούν για να πληρούν τις υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών που καθορίζουν οι κεντρικές τράπεζες.
Σε ό,τι αφορά τις κεντρικές τράπεζες, η ρευστότητα που παρέχουν – συγκεκριμένα το ύψος και το κόστος αυτής της ρευστότητας – αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα με τον οποίο επηρεάζουν τις συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συμβάλλουν στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Αν η ρευστότητα που διατίθεται είναι λιγότερη ή κοστίζει περισσότερο, αυτό θα επηρεάσει το ύψος και τους όρους των δανείων που λαμβάνουν και χορηγούν οι τράπεζες. Οι εμπειρογνώμονες αναφέρονται σε αυτό ως αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης.
Με αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και υψηλότερα επιτόκια, οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις είναι πιο απρόθυμοι να δανειστούν, επομένως καταναλώνουν ή επενδύουν λιγότερο. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία επιβραδύνεται και ο πληθωρισμός μειώνεται.
Ισχύει επίσης και το αντίθετο. Όταν διατίθεται περισσότερη ρευστότητα στις τράπεζες με χαμηλότερο κόστος, οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις είναι πιο πρόθυμοι να δανειστούν. Αυτή η χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης τονώνει τις τραπεζικές χορηγήσεις και δίνει ώθηση στην οικονομία.
Άρα, αν αυτή είναι η ρευστότητα, τι είναι η πλεονάζουσα ρευστότητα;
Η πλεονάζουσα ρευστότητα είναι το χρήμα που απομένει στο τραπεζικό σύστημα αφού οι εμπορικές τράπεζες έχουν εκπληρώσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Οι τράπεζες πρέπει να τηρούν αυτά τα ελάχιστα αποθεματικά για να καλύπτουν ορισμένες υποχρεώσεις, κυρίως καταθέσεις πελατών. Διακρατούν αυτά τα κεφάλαια στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους στην κεντρική τράπεζα της χώρας τους.
Αυτή η πλεονάζουσα ρευστότητα μπορεί να κινείται εντός του τραπεζικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες συναλλάσσονται μεταξύ τους.
Γιατί υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα;
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποτέλεσε σημείο καμπής. Πριν από την κρίση, η ΕΚΤ θα εκτιμούσε το ύψος της ρευστότητας που ήταν απαραίτητη για το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ ως σύνολο και στη συνέχεια θα διέθετε τη σχετική ποσότητα χρημάτων στις τράπεζες. Αυτό γινόταν μέσω δανείων που χορηγούνταν στο πλαίσιο τακτικών πράξεων αναχρηματοδότησης. Οι τράπεζες στη συνέχεια θα υπέβαλαν προσφορά για τη λήψη δανείων ακριβώς όπως σε μια δημοπρασία. Εάν η τράπεζα λάμβανε τα χρήματα τα οποία είχε ζητήσει, θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της ή να δανείσει τα χρήματα σε άλλες τράπεζες στο πλαίσιο του λεγόμενου «διατραπεζικού δανεισμού».
Όμως μετά από την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι τράπεζες έτειναν να εμπιστεύονται η μία την άλλη ολοένα και λιγότερο. Ουσιαστικά σταμάτησαν να δανείζονται χρήματα μεταξύ τους. Σε ένα τέτοιο κλίμα δυσπιστίας, είχαν την τάση να στρέφονται στην κεντρική τράπεζα ως τη μόνη αξιόπιστη πηγή ρευστότητας, υποβάλλοντας πιο επιθετικές προσφορές στο πλαίσιο των δημοπρασιών αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και αυξάνοντας έτσι τα επιτόκια των δανείων. Η ΕΚΤ άρχισε τότε να παρέχει όση ρευστότητα χρειάζονταν οι τράπεζες με σταθερό επιτόκιο (γνωστό ως «σταθερό επιτόκιο με πλήρη κατανομή»). Φυσικά, οι τράπεζες έπρεπε ως αντάλαγμα να παρέχουν επαρκείς εξασφαλίσεις ως εγγύηση για το ποσό που ζητούσαν.
Στο πλαίσο αυτού του νέου συστήματος, οι τράπεζες έκριναν ότι ήταν καλύτερο να ζητούν λίγο περισσότερη ρευστότητα από ό,τι χρειάζονταν. Ολοένα περισσότερες τράπεζες άρχισαν να συσσωρεύουν ρευστότητα απλώς για να αισθάνονται ασφαλείς. Και το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο κατέληξε να ζητά περισσότερη ρευστότητα από ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο για να εκπληρώνει βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Έτσι δημιουργήθηκε πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα.
Οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να καταθέτουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους στην κεντρική τράπεζα, είτε σε τρεχούμενο λογαριασμό είτε στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων της κεντρικής τράπεζας. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει για το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, το οποίο είναι ένα από τα τρία βασικά επιτόκια πολιτικής του. Το επιτόκιο που καταβάλλεται επί των υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών είναι μηδενικό.
Τι συμβαίνει σήμερα με την πλεονάζουσα ρευστότητα;
Οι τράπεζες μπορούν ακόμη να αντλούν όλη τη ρευστότητα που χρειάζονται στο πλαίσιο του συστήματος πλήρους κατανομής με σταθερό επιτοκιο, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει.
Για κάποιο χρονικό διάστημα, το ποσό της πλεονάζουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκε περαιτέρω, λόγω των αγορών στοιχείων ενεργητικού και των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που διενεργούσε η ΕΚΤ.
Τα προγράμματα αγοράς εξασφάλιζαν την άσκηση πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής σε μια περίοδο κατά την οποία δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων. Ωστόσο, από τον Νοέμβριο του 2022 η πλεονάζουσα ρευστότητα ολοένα μειώνεται. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι τράπεζες αποπληρώνουν σταδιακά τα κεφάλαια που άντλησαν μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης. Ένας άλλος λόγος είναι ότι από τον Μάρτιο του 2023 το Ευρωσύστημα έχει αρχίσει να μειώνει τους τίτλους που διακρατεί στα χαρτοφυλάκιά του για σκοπούς νομισματικής πολιτικής.